• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
pay [sth] off,
pay off [sth]
vtr phrasal sep
(pay all of: money owed)εξοφλώ ρ μ
  ξεπληρώνω ρ μ
 I've nearly paid off my mortgage.
 The collection company kept calling me for weeks until I finally paid off my debt.
 Έχω σχεδόν εξοφλήσει το δάνειο του σπιτιού. // Η εισπρακτική εταιρεία συνέχισε να με καλεί για βδομάδες μέχρι που εξόφλησα το χρέος μου.
pay [sb] off,
pay off [sb]
vtr phrasal sep
informal (bribe: [sb])δωροδοκώ, εξαγοράζω ρ μ
  (αργκό)λαδώνω ρ μ
 The businesswoman wanted Leo to stay quiet about her fraudulent practices, so she paid him off.
pay off vi phrasal informal (have good consequences)αποδίδω ρ μ
  (μεταφορικά)βγαίνω σε καλό έκφρ
 Hard work and careful planning always pay off.
 Η σκληρή δουλειά και ο προσεκτικός σχεδιασμός πάντα βγαίνουν σε καλό.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'paid off' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση paid off στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «paid off».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!